- μετεντιθεμαι
- μετεντίθεμαιμετ-εντίθεμαιпереносить, перекладывать (свой груз), перегружаться
(μ. ἅπαντα τὸν γόμον Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μ. ἅπαντα τὸν γόμον Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετεντίθημι — (Α) (το μέσ.) μετεντίθεμαι 1. (γενικά) τοποθετώ ή θέτω σε άλλο τόπο 2. (ειδ. για πλοία) φορτώνω το φορτίο σε άλλο πλοίο, μεταφορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν τίθημι «θέτω, τοποθετώ»] … Dictionary of Greek
μετεξαιρούμαι — μετεξαιροῡμαι, έομαι (Α) 1. μετεντίθεμαι* 2. αποβιβάζω φορτίο στην παραλία για να τό μεταφορτώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐξαιροῦμαι «εκβάλλομαι»] … Dictionary of Greek